20/2/09

ΠΑΝΑΓΙΑ ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ





Ένα μεγάλο έργο τέχνης του 1ου αιώνα μ.Χ. είναι η Παναγία Φανερωμένη της Κυζίκου
που κατά την παράδοση , είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά , μαθητή του Αποστόλου Παύλου. Βρέθηκε ανάμεσα σε θάμνους , στους πρόποδες του Όρους Δινδύμου , λίγα χιλιόμετρα από την Κύζικο.
Ανακαλύφθηκε , όπως λέει ο θρύλος , στο βόρειο άκρο της μεγάλης κοιλάδας , στον ιερό τόπο του ναού της αρχαίας θεάς Κυβέλης. Το μέρος εκείνο ονομαζόταν Τσαβιλί ή Τσαβλί. Εκεί κτίστηκε η ιερή Μονή της Θεοτόκου “ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗΣ”.(Το εικόνισμα κατά άλλους είναι του 12ου αι.).
Η κοιλάδα ήταν καταπράσινη και κατάφυτη από βελανιδιές , καστανιές , οξιές , πλατάνια , κουμαριές.
Μεγαλοπρεπές το σύνολο των μοναστηριακών κτιρίων. Μπαίνοντας ο επισκέπτης από την κεντρική πόρτα εισερχόταν σε περίβολο γεμάτο αφιερώματα , όπως δεκανίκια και άλλα δείγματα θαυμάτων της Υπεραγίας. Η Μονή ήταν διώροφη , λιθόκτιστη , με ενενήντα εννέα πελώριες αίθουσες , πλατείες και διαδρόμους μεγάλους. Όταν ο Ηγούμενος της μονής ήταν ο Δημήτριος Περδίκιος , προστέθηκαν άλλες δώδεκα ξύλινες αίθουσες που αποτελούσαν το Ηγουμενείο.
Ο Ναός της Φανερωμένης είχε σχήμα παραλληλόγραμμο και ήταν ναός Παλαιοχριστιανικής εποχής , εκεί υπήρχε κιγκλιδωτό χώρισμα στο αριστερό κλίτος , που φυλασσόταν το αρχαίο θαυματουργό εικόνισμα της βρεφοκρατούσας . Σήμερα μισογκρεμισμένα χαλάσματα μαρτυρούν την ύπαρξη του μοναδικού και αξέχαστου μοναστηριού.
Το εικόνισμα είναι ξύλινο με διαστάσεις ένα μέτρο επί ογδόντα πόντους περίπου. Σφιχτοδεμένο με σιδερένιο στεφάνι για να μη διασκορπισθεί. Η παράδοση λέει ότι ο Ευαγγελιστής και μεγάλος ζωγράφος Λουκάς το ζωγράφισε όταν ζούσε ακόμα η Παναγία. Της το΄ δειξε με πολύ σεβασμό και αγωνία για τη γνώμη της Πανάχραντης Μητέρας που τόσο λάτρευε ο Λουκάς. Αυτή το είδε , χαμογέλασε ευχαριστημένη και το ευλόγησε. Γιαυτό είναι θαυματουργό και ανεκτίμητο.
Μιλούν για θαύματα με αρρώστους , που με ρίγος την έπαιρναν στο σώμα τους και η μεγάλη πίστη τους , τους ελευθέρωνε από τις χρόνιες αρρώστιες τους.
Είναι δουλεμένη με ασήμι και χρυσό. Εικονίζει την Μητέρα , φέρουσα στην αγκαλιά της τον Χριστό. Φαρδύ χρυσοκέντητο στεφάνι περιβάλλει το πανέμορφο κεφάλι της Παναγίας , με τα πελώρια εκφραστικά της μάτια , όπως επίσης και τον Χριστό. Τα στέφανα είναι διακοσμημένα με γαλάζιες και τιρκουάζ κουκίδες , από σμάλτο.
Τρία βαθυκόκκινα ρουμπίνια στο μέγεθος φουντουκιού , ένα στη κορυφή του στεφανιού , τα δύο στις άκρες δεξιά και αριστερά του προσώπου , στο ύψος των αυτιών , στολίζουν το κεφάλι της Παναγίας. Στα μέσα αυτών των αποστάσεων , δύο καταπράσινα σμαράγδια του ιδίου μεγέθους. Όλα περιβάλλονται , κεντημένα κυκλικά , με διαμαντόπετρες.
Το μεσαίο ρουμπίνι της κορυφής , κεντημένο ακτινωτά σαν αστέρι , με διαμάντια μεγέθους μεγάλης φακής .
Διηγούνται ότι στις ανομβρίες και στις επιδημίες , οι κωμοπόλεις της Κυζικηνής χερσονήσου , κατόπιν αδείας της Μητρόπολης Κυζίκου , χρησιμοποιούσαν την ιερή εικόνα σε λιτανείες .
Τα έσοδα του μοναστηριού ήταν πλουσιότατα . Πολλές φορές η κωμόπολη Πέραμος αξίωνε από τον Μητροπολίτη , να γίνει το εικόνισμα κτήμα της , γιατί η απόσταση απ’αυτούς ήταν κοντινότερη, δυόμισι ώρες με τα πόδια. Η Αρτάκη απείχε τρεισήμισι ώρες ποδαρόδρομο.
Επίσης η Λαγκάδα είχε αξιώσεις από τον Μητροπολίτη για την Φανερωμένη.
Τότε ο Πατριάρχης Κων/λεως , αναγκάστηκε να μοιράσει τα έσοδα σε όλες τις κωμοπόλεις της Κυζίκου δηλαδή στις Πέραμο , Λαγκάδα , Αρτάκη , Νεοχώρι , Γωνιά , Ρόδα , Χαράκι , Δρακούντα , Βαθύ , Κατάτοπος , Διαβάτη , Καστέλι , Μηχανιώνα κ.ά.. Συνέβησαν τόσα δυσάρεστα γεγονότα προς το τέλος του περασμένου αιώνα μας (ακόμη και ένοπλη αντιπαράθεση!) , μεταξύ των Κυζικηνών γειτονικών πόλεων , ώστε στενοχωρημένος ο Μητροπολίτης Κυζίκου Κων/νος Αλεξανδρίδης , κατέφυγε στα Δαρδανέλια όπου μετά από τρεις μήνες πέθανε. Οι Αρτακινοί όταν έμαθαν τον θάνατο του αγαπημένου τους Μητροπολίτη , λυπήθηκαν , μετάνιωσαν και ανέγειραν πίσω από την Μητρόπολή τους ,τον Άγιο Νικόλαο , καλλιμάρμαρο μνημείο προς τιμή του και έγραψαν “Τω αειμνήστω Μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνο Αλεξανδρίδη πάνυ εργασθέντος και κοπιάσαντος , η Αρτάκη ευγνωμονούσα” .
Κατά τον ξεσηκωμό του 1922 από τους Τούρκους , οι κάτοικοι Αρτακινοί με κλάματα , παρακάλια και πολλά συγκινητικά περιστατικά , ανάμεσα στον μακρινό και δυσδιάβατο δρόμο του βουνού , μεταφέρουν το Πανάγιο εικόνισμα της προστάτιδας μητέρας τους , στη ξεσηκωμένη και πανικόβλητη πλέον Αρτάκη.
Αποφασίζουν βιαστικά , να το παραδώσουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/λης , γιατί ήθελαν να το προφυλάξουν από τους αλλόθρησκους κατακτητές .
Έκτοτε η Παναγία Φανερωμένη βρίσκεται “καρφωμένη” , δηλαδή αμετάκλητα τοποθετημένη σε ιδιαίτερο προσκυνητάρη στην έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου , στον Άγιο Γεώργιο , στην Πόλη.

18/2/09

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΤΑΚΗΣ


Επειδή οι δώδεκα απόστολοι βρίσκονται στην περιοχή της Νέας Αρτάκης στην Εύβοια, αποφάσισα να αναφέρω μερικά ιστορικά στοιχεία για την Αρτάκη της Μ. Ασίας για να μάθουν οι νεώτεροι την ιστορία των προγόνων τους.



Η Αρτάκη είναι μια παραλιακή πόλη στο νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα της Κυζικηνής χερσονήσου, 16 χλμ. ΒΔ της Πανόρμου, 110 χλμ. Δ-ΒΔ της Προύσας και 120 χλμ. ΝΔ της Κωνσταντινούπολης. H ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Αρτάκη (στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Υρτάκη ή Υρτάκιον και ήταν μάλλον αποικία των Μιλησίων) και έτσι ήταν καταχωρισμένη στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Η επίσημη ονομασία του οικισμού και η αναγραφή του στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα ήταν Ερντέκ (Erdek). Η Αρτάκη υπήρξε πόλη σύγχρονη ή και παλαιότερη της αρχαίας Κυζίκου, και δεν έπαυσε να κατοικείται αδιαλείπτως μέχρι το 1922. Βρισκόταν 10 χλμ. ΒΔ των ερειπίων της αρχαίας Κυζίκου, χτισμένη πάνω σε ένα τριγωνικό ακρωτήριο και έχοντας απέναντί της τη νήσο Κερά, με την οποία σχηματίζει ένα μικρό αλλά ασφαλές λιμάνι. Μετά την καταστροφή της πόλεως της Κυζίκου το 1063 από σεισμό, η Αρτάκη έγινε έδρα της μητροπόλεως Κυζίκου, και από την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1339 έδρα διοικήσεως (επαρχίας, καζά).1

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τις αρχές του 20ού αιώνα, η Αρτάκη ήταν έδρα καϊμακαμλικιού (kaymakamlık), η οποία ανήκε στο μουτεσαριφλίκι (mutasarrıflık) του Μπαλούκεσερ του βιλαετίου (vilayet) της Προύσας. Η επαρχία, εκτός από τα χωριά της Κυζικηνής Χερσονήσου, περιλάμβανε και τις Προικονήσους (Μαρμαρά, Αλώνη, Αφισιά, Κούταλη). Στην Αρτάκη λειτουργούσε οκταμελής δημογεροντία, με δύο γραμματείς.2 Ταυτόχρονα υπήρχε εφορεία των σχολείων, όπως και εκκλησιαστική επιτροπή. Η Αρτάκη ήταν ακόμα έδρα Πνευματικού Δικαστηρίου (αποτελούμενου από 4 κληρικούς-ιερείς) και Μικτού Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου (αποτελούμενου από 4 δημογέροντες), και τα δύο υπό την προεδρία του μητροπολίτη Κυζίκου.

Ο πληθυσμός της Αρτάκης έφθανε περίπου τους 10.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 7.000 περίπου ήταν Ελληνορθόδοξοι και οι 3.000 Μουσουλμάνοι, εκ των οποίων 500 Κιρκάσιοι. Υπήρχαν επίσης 5-6 οικογένειες Εβραίων και λίγοι Αρμένιοι.3 Οι Μουσουλμάνοι της Αρτάκης ήταν γεωργοί, εύποροι κτηματίες ή και κρατικοί υπάλληλοι. Ωστόσο το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν αυτό που πρωτοστατούσε στην οικονομική και πνευματική ζωή της πόλης. Όσον αφορά την καταγωγή των ελληνορθόδοξων κατοίκων του οικισμού, οι περισσότεροι από αυτούς θεωρούνταν ντόπιοι. Υπήρχαν ωστόσο και αρκετοί έποικοι είτε από το χώρο του Αιγαίου (Κρήτη, Δωδεκάνησα, νησιά Βορείου Αιγαίου, και κυρίως Μυτιλήνη) είτε από την περιοχή της Μακεδονίας. Η παρουσία πολλών κατοίκων νησιωτικής καταγωγής ίσως να εξηγεί τόσο το «νησιώτικο» χρώμα πολλών τραγουδιών των Αρτακηνών όσο και την ύπαρξη πολλών διαλεκτολογικών ιδιαιτεροτήτων που διέκριναν την αρτακηνή ντοπιολαλιά.

Όπως ήδη αναφέραμε, η πλειοψηφία των ελληνορθόδοξων κατοίκων της Αρτάκης θεωρούνταν ντόπιοι. Σε δύο όμως συνοικίες της πόλης οι εκεί ελληνορθόδοξοι ήταν έποικοι: στη συνοικία «Γκώτκα» και στη συνοικία «Κουζάνι». Η ονομασία της πρώτης είναι κατά πάσα πιθανότητα παραφθορά της λέξης «Κώτικα», η οποία δείχνει ότι η καταγωγή των κατοίκων αυτών είχε τις ρίζες της στην Κω. Αντίστοιχα στη συνοικία «Κουζάνι», η οποία βρισκόταν στο βορειοανατολικό μέρος του οικισμού και έξω από τον περίβολο των αρχαίων τειχών, κατοικούσαν έποικοι από την Κοζάνη. Επίσης ανατολικότερα υπήρχε και η συνοικία «Κατσούρι» (συνοικία με το ίδιο όνομα συναντάμε και στην Πάνορμο), της οποίας οι ελληνορθόδοξοι κάτοικοι ήρθαν επίσης από τη Μακεδονία (Καστοριά). Οι ελληνορθόδοξοι των συνοικιών «Κουζάνι» και «Κατσούρι» πρέπει να εγκαταστάθηκαν εκεί στις αρχές του 19ου αιώνα και ήταν κατά βάση ξυλοκόποι και ανθρακωρύχοι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Αρτακηνούς που ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη ναυτιλία. Στη συνοικία «Κατσούρι», και πέρα από αυτήν στο βορειοδυτικό άκρο της πόλης, εγκαταστάθηκαν μετά το 1862 και 32 οικογένειες Κιρκάσιων προσφύγων. Αυτοί είχαν δικό τους τζαμί εκεί και είχαν πολύ στενότερες σχέσεις με το ελληνορθόδοξο στοιχείο παρά με το τουρκικό.

Την Αρτάκη τη χώριζε σε δύο άνισα μέρη ένα ρέμα, ο Ποταμοκοίτης. Ο Ποταμοκοίτης πήγαζε από το όρος Δίνδυμο (ή Δίδυμο), στον ορεινό όγκο του Καπί Νταγί (Kapı Dağı), και διέσχιζε την πόλη. Είχε πλάτος 10-15 μ. Αρκετές φορές πλημμύριζε με συνέπεια να προκαλεί καταστροφές σε αποθήκες και σπίτια.

2. Εκκλησία

Η Αρτάκη ήταν η έδρα της μητρόπολης Κυζίκου. Ο πλήρης τίτλος του μητροπολίτη Κυζίκου ήταν «μητροπολίτης Κυζίκου, υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ελλησπόντου». Η μητρόπολη ήταν πέμπτη τη τάξει στην ιεραρχία των μητροπόλεων του κλίματος του Οικουμενικού θρόνου (στο συνταγμάτιο μάλιστα του 1905 ανέρχεται στην 4η θέση).

Η Αρτάκη είχε δύο ναούς: τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν δίπλα στη δυτική παραλία της πόλης και μια άλλη εκκλησία παλαιότερη, αφιερωμένη στους Αγίους Θεοδώρους, στο κέντρο της Αρτάκης. Ο μητροπολιτικός ναός ήταν παλαιά εκκλησία, η οποία παραδόξως δεν βρισκόταν εντός της παλαιάς ενορίας του Αγίου Νικολάου αλλά στην ενορία της Μεγάλης Παναγίας ή Λεβεντίστρας, ενώ ήταν χτισμένος πάνω στα ερείπια του παλαιού ναού της Θεοτόκου. Ο Κων. Μακρής υποθέτει ότι οι δύο ναοί, του Αγίου Νικολάου και της Θεοτόκου, πρέπει να καταστράφηκαν από πυρκαγιά (τοποθετεί το γεγονός πριν από το 1800) και οι κάτοικοι αποφάσισαν να ανεγείρουν έναν ενιαίο μητροπολιτικό ναό. Επειδή όμως οι ενορίτες του Αγίου Νικολάου ήταν πιο εύποροι ως ασχολούμενοι με τη ναυτιλία, επέβαλαν ως όνομα της νέας εκκλησίας αυτό του Αγίου Νικολάου. Πάντως ο μητροπολιτικός ναός καταστράφηκε εκ νέου από πυρκαγιά το 1854 και ανοικοδομήθηκε μεγαλοπρεπέστερος το 1857 με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Κυζίκου (1845-60) και μετέπειτα πατριάρχη Ιωακείμ Β΄(1860-63, 1873-78). Μέσα στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού χτίστηκε και το νέο κτήριο της μητρόπολης, που αποτελούσε κατοικία του μητροπολίτη και είχε επίσης καταστραφεί στη μεγάλη πυρκαγιά του 1854. Το κτήριο αυτό αποπερατώθηκε επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου (Αλεξανδρίδη) το 1909. Τόσο η εκκλησία όσο και το μητροπολιτικό μέγαρο καταστράφηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917. Επίσης στην Αρτάκη υπήρχε μικρός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ο οποίος χτίστηκε έξω από την πόλη με πρωτοβουλία ομώνυμου σωματείου, που ιδρύθηκε από τις συντεχνίες και τις άλλες επαγγελματικές τάξεις της πόλης για το σκοπό αυτόν.

Περίφημη για την πόλη της Αρτάκης ήταν η ιερά μονή της Παναγίας της Φανερωμένης, γνωστή και ως Teke Manastir.4 Η μονή βρισκόταν 14 χλμ. ΒΑ της Αρτάκης και 14 χλμ. ΒΔ της Περάμου, σε μια κοιλάδα του Δινδύμου Όρους που τη διέτρεχε ανώνυμος ποταμός. Η μονή ήταν γνωστή για τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, για την οποία υπήρχε η παράδοση ότι τη ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Πιθανότατα η εικόνα μεταφέρθηκε εκεί από τη μονή της Θεοτόκου της επονομαζόμενης Σιγριανής (ή μονή του Μεγάλου Αγρού),5 η οποία βρίσκεται δίπλα στο παράλιο χωριό Κουρσουμλί, μεταξύ της επαρχίας Κυζίκου και των εκβολών του Ρυνδάκου. Η εικόνα φιλοξενούνταν σε απλό παρεκκλήσι μέχρι το 1846, οπότε ο τότε αρχιμανδρίτης Παναγιώτης Παπαδόπουλος ή Παπαδημητρίου (πιο γνωστός ως παπά Πάνος), από τη Βύσανη της Ηπείρου, αποφάσισε να χτίσει εκκλησία, η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα της νέας μονής. Ο παπά Πάνος υπήρξε ηγούμενος της μονής για σχεδόν μία τριακονταετία. Μετά την ανακαίνισή της το 1895 με το χτίσιμο νέων ξενώνων για τους προσκυνητές, τα έσοδα της μονής αυξήθηκαν κατακόρυφα, με αποτέλεσμα ο έλεγχός της να αποτελέσει πηγή χρόνιας διαμάχης μεταξύ των δημογεροντιών της Αρτάκης και της Περάμου. Τελικά η αντιπαράθεση έλαβε τέλος το 1903, όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να μετατρέψει τη μονή σε σταυροπηγιακή και να διαμοιράζει τα εισοδήματά της με την εξής αναλογία: το 60% στη δημογεροντία της Περάμου και το 40% στη δημογεροντία της Αρτάκης και των γύρω χωριών. Στην Αρτάκη επίσης υπήρχαν πολλά παρεκκλήσια: της Αγίας Παρασκευής (μέσα στην πόλη), του Αγίου Χαραλάμπους, του Αγίου Ανδρέα (Αϊ Αντριά), των Αγίων Αποστόλων, του Αϊ Λια, του Αϊ Συμιού (Συμεών), της Αγίας Σωτήρας (παρεκκλήσι πίσω από το αρρεναγωγείο της πόλης, το οποίο είχε και αγίασμα).

3. Εκπαίδευση

Το πρώτο σχολείο στην Αρτάκη λειτούργησε, πιθανόν σε ενοικιαζόμενο κτήριο, στις αρχές του 19ου αιώνα επί των ημερών του μητροπολίτη ΚυζίκουΜακαρίου (1806-1811). Στην ίδρυση όπως και στη χρηματοδότησή του έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο η αρτακηνή οικογένεια των Θεολόγων. Όταν αυτή εγκατέλειψε την Αρτάκη και εγκαταστάθηκε στην Πόλη εξαιτίας ενδοκοινοτικών αντιπαραθέσεων, το σχολείο αυτό παρήκμασε και έκλεισε.

Ύστερα από δύο δεκαετίες περίπου, επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Ματθαίου Β' (1827-1831), χτίστηκε το πρώτο σχολείο της πόλης. Το σχολείο αυτό δεν κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1854 και συνέχισε να λειτουργεί μέχρι το 1890-1, οπότε κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε το νέο αρρεναγωγείο. Μέχρι το 1878 η Αρτάκη διέθετε μόνο δύο εκπαιδευτικά καταστήματα: μία αστική σχολή, την οποία παρακολουθούσαν περί τους 300 μαθητές, αγόρια και κορίτσια, με έναν δάσκαλο τον οποίο βοηθούσε στο έργο του ένας ψάλτης του μητροπολιτικού ναού, και μία ελληνική σχολή, όπου περίπου 30 μαθητές μοιρασμένοι σε 3 τάξεις διδάσκονταν αποκλειστικά ελληνικά μαθήματα. Από το 1878-9 τα εκπαιδευτικά πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται με την ίδρυση παρθεναγωγείου και νηπιαγωγείου και την ταυτόχρονη μετατροπή της αστικής σχολής σε αρρεναγωγείο. Η εικόνα των εκπαιδευτικών καταστημάτων της Αρτάκης στις αρχές του 20ού αιώνα είχε ως εξής: α) ένα επτατάξιο αρρεναγωγείο, το οποίο στεγαζόταν σε κτήριο ψηλό, ευήλιο και ευάερο, χτισμένο το 1890-1· σε αυτό φοιτούσαν περί τους 400 μαθητές και δίδασκαν 7 δάσκαλοι, β)ένα παρθεναγωγείο, που στεγαζόταν σε ενοικιαζόμενο από την κοινότητα κτήριο, πεντατάξιο, με 4 δασκάλες και 150 μαθήτριες, και γ) ένα νηπιαγωγείο, επίσης σε ενοικιαζόμενο οίκημα, με 200-300 νήπια. Η κοινοτική δαπάνη ετησίως ανερχόταν στο ποσό των 500 περίπου χρυσών οθωμανικών λιρών.6 Το 1908, επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Αθανασίου (Μεγακλέους), μπήκαν τα θεμέλια του νέου αρρεναγωγείου, τα σχέδια του οποίου εκπονήθηκαν από τον αρχιτέκτονα Καμπανάκη, ο οποίος διέμενε στην Κωνσταντινούπολη. Αρχιτεκτονικά το κτήριο αποτελούσε μινιατούρα του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η οικοδόμησή του στοίχισε 7.000 χρυσές οθωμανικές λίρες και εγκαινιάστηκε στις 8 Νοεμβρίου 1911 επί μητροπολίτη Κυζίκου Γρηγορίου Ζερβουδάκη (του μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ζ'). Επίσης στην Αρτάκη υπήρχε και οθωμανικό σχολείο, το οποίο συντηρούνταν από το κράτος και το παρακολουθούσαν περί τους 150 μαθητές.

Την εκπαιδευτική κίνηση στην Αρτάκη τη στήριξαν σωματειακές ενώσεις όπως το φιλεκπαιδευτικό σωματείο «Δίνδυμος» (το οποίο συνετέλεσε ιδιαίτερα στην οικοδόμηση του αρρεναγωγείου το 1890-1) και η «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα των Αρτακηνών» στην Κωνσταντινούπολη (της οποίας όμως οι προσπάθειες είχαν εμποδιστεί από τον τότε μητροπολίτη Κυζίκου Νικόδημο). Επίσης στην Αρτάκη λειτούργησε και μια σειρά άλλων σωματείων, όπως η «Αδελφότης του Αγίου Νικολάου» (ιδρύθηκε για τον καλλωπισμό του μητροπολιτικού ναού της πόλης, ενώ μετά την καταστροφή του στην πυρκαγιά του 1917 συνέβαλε στην ανοικοδόμησή του), το «Σωματείον της Μεταμορφώσεως», η «Αδελφότης προς εξωραϊσμόν του Νεκροταφείου "Ο Πλούτων"», ή ακόμα ο Μορφωτικός κοινοτικός σύνδεσμος «Κύζικος», πολλά μέλη του οποίου είχαν συνδεθεί με την «Εθνική Οργάνωση Κωνσταντινουπόλεως» των Ίωνα Δραγούμη και Σουλιώτη-Νικολαΐδη.

4. Οικονομία

Η Αρτάκη αποτελούσε το εμπορικό κέντρο όλων των χωριών της Κυζικηνής Χερσονήσου (Γωνιά, Ρόδα, Χαράκι, Δρακούντα, Βαθύ, Κατάτοπος). Τόσο τα μαγαζιά (οι έμποροι δηλαδή των χωριών αυτών) όσο και οι απλοί κάτοικοί τους προμηθεύονταν εμπορεύματα από την αγορά της Αρτάκης. Το ίδιο συνέβαινε με τα χωριά των Προικονήσων (Μαρμαρά, Αλώνη, Αφισιά, Κούταλη). Αντίστοιχα, οι έμποροι της Αρτάκης αγόραζαν τα είδη τροφίμων από την Πάνορμο και τα είδη ενδύσεως από την αγορά της Κωνσταντινούπολης.

Πολλοί από τους Αρτακηνούς ασχολούνταν με τη γεωργία και την αλιεία. Οι γεωργικές δραστηριότητες των Αρτακηνών επικεντρώνονταν στην καλλιέργεια της ελιάς και του αμπελιού. Μεγάλη έκταση των κτημάτων της Αρτάκης ήταν καλυμμένη από ελαιόδεντρα. Η ετήσια παραγωγή έφθανε τα τέσσερα εκατομμύρια οκάδες, από τα οποία τα μισά αλατίζονταν για να χρησιμοποιηθούν προς βρώση και τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή λαδιού. Μεγάλο τμήμα της ελαιοπαραγωγής κατευθυνόταν προς το εξωτερικό: Ρουμανία, Ρωσία, αλλά και βέβαια και προς τις εσωτερικές αγορές (Κωνσταντινούπολη).

Σπουδαιότερο όμως γεωργικό προϊόν της Αρτάκης θεωρούνταν το σταφύλι, σε πάρα πολλές ποικιλίες (βασιλάκια, λευκά, κολόβικα, ροζακιά, τραγανά, μοσχάτα κ.ο.κ.). Από τα σταφύλια παράγονταν ετησίως περί τα τέσσερα εκατομμύρια οκάδες κρασί, το οποίο ως επί το πλείστον το απορροφούσε η αγορά της Κωνσταντινούπολης λόγω της εξαιρετικής ποιότητάς του. Το κρασί μεταφερόταν στην Πόλη με ιστιοφόρα, τα οποία ήταν συνήθως ιδιοκτησία κατοίκων που ήταν ταυτόχρονα και οινοπαραγωγοί. Πολλοί Αρτακηνοί οινοπαραγωγοί και οινέμποροι είχαν πλουτίσει κατά την περίοδο που φυλλοξήρα είχε πλήξει τη γαλλική αμπελουργία στα τέλη του 19ου αιώνα. Επίσης σπουδαίο προϊόν για την αγροτική οικονομία της πόλης ήταν και το μετάξι, το οποίο πωλούσαν στην αγορά των Μουδανιών. Η ετήσια παραγωγή κουκουλιών έφθανε στην Αρτάκη τις 250.000-300.000 οκάδες.

Τέλος, σημαντική ήταν και η παραγωγή διαφόρων οπωρικών (κεράσια, βερύκοκα, πεπόνια, καρπούζια). Βασική επίσης για την οικονομική ζωή της πόλης ήταν η ενασχόληση με την αλιεία και τη ναυτιλία. Οι ψαράδες της Αρτάκης αλίευαν κυρίως σαρδέλες, σκουμπριά, κολιούς και παλαμίδες. Ο συνήθης τρόπος ψαρέματος ήταν το πυροφάνι. Οι Αρτακηνοί διέθεταν πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή περί τα 60 ιστιοφόρα. Από αυτά μόνο ένα ανήκε σε Τούρκο ιδιοκτήτη, αλλά και αυτό είχε πλήρωμα ελληνικό. Η Αρτάκη είχε δύο αγορές: την τουρκική, που βρισκόταν δίπλα στην τοποθεσία «Πόρτα», όπου και η παλαιά πύλη του φρουρίου της πόλης, και την ελληνική, η οποία βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι, γύρω από μεγάλη τετράγωνη πλατεία. Η πρώτη είχε λίγα καφενεία, παντοπωλεία και εργαστήρια (πεταλωτήρια κ.λπ.). Η ελληνική αγορά διέθετε τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα της πόλης και εκεί γινόταν σε εβδομαδιαία βάση το μεγάλο παζάρι της πόλης (κάθε Σάββατο). Πάνω από την αποβάθρα των ατμόπλοιων ήταν χτισμένο το Δημαρχείο της πόλης, δίπλα το Τελωνείο, το κτήριο του Μονοπωλίου των Καπνών, όπως επίσης και τα μεγάλα καφενεία της Αρτάκης, με σημαντικότερο το κοινοτικό, γνωστό με το όνομα «Τσαρδάκι».

5. Λαϊκός Πολιτισμός

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα που χαρατήριζε ένα μέρος της αρτακηνής κοινωνίας, με ευρύτερες επιπτώσεις και στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών, ήταν το γαμήλιο έθιμο που ήθελε την κόρη να μην εγκαταλείπει την πατρική οικία μετά το γάμο της αλλά να προικίζεται με αυτή, ούτως ώστε να γηροκομεί τους γονείς της. Το έθιμο αυτό είναι γνωστό και από περιπτώσεις αιγαιοπελαγίτικων νησιών, όπως η Μυτιλήνηκαι η Σάμος. Ένα άλλο έθιμο επίσης, χαρακτηριστικό για τους ορθοδόξους πολλών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν το κάψιμο ενός ομοιώματος Εβραίου την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Δευτερανάσταση (για την ακρίβεια πυροβολούσαν το ομοίωμα με μικρά εμπροσθογεμή τουφέκια, τα καρτίσια, ενώ αυτό κρεμόταν από δένδρο στον περίβολο της εκκλησίας. Ήταν η μοναδική περίπτωση που η οθωμανική διοίκηση επέτρεπε στους κατοίκους να οπλοφορούν).



6. Μετανάστευση – προσφυγιά

Αρκετοί κάτοικοι της Αρτάκης αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μακριά από τον τόπο τους. Πολλοί μετανάστευσαν στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, κυρίως μετά την απόφαση της οθωμανικής κυβέρνησης μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων να επιστρατεύει και χριστιανούς στον οθωμανικό στρατό. Στην Αστόρια της Νέας Υόρκης υπάρχει παροικία Αρτακηνών. Εκτός όμως από την εξωτερική μετανάστευση, υπήρξε και εσωτερική, εντός των πλαισίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ήταν εγκατεστημένες περί τις 30 οικογένειες Αρτακηνών, που ασχολούνταν κυρίως με την πώληση κρασιού. Μετά την Έξοδο, οικογένειες από την Αρτάκη εγκαταστάθηκαν στο Μαυροχώρι και την Πολυκάρη Καστοριάς και τη Νέα Αρτάκη Εύβοιας. Αντίθετα, στην Αρτάκη εγκαταστάθηκαν τουρκικές-μουσουλμανικές οικογένειες από την Ιεράπετρα της Κρήτης.